- μεμψιμοιρώ
- μεμψιμοίρησα, παραπονούμαι για την τύχη μου, γκρινιάζω, μουρμουρίζω: Η κόρη της μεμψιμοιρούσε γιατί δεν της άρεζε το σχολείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεμψιμοιρώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεμψιμοιρώ — (Α μεμψιμοιρῶ, έω) [μεμψίμοιρος] παραπονιέμαι με τη μοίρα μου, είμαι δυσαρεστημένος, γκρινιάζω («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῑν αὐτῷ», Πολ.) αρχ. 1. (γενικά) παραπονιέμαι για κάτι («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι… … Dictionary of Greek
μεμψιμοίρῳ — μεμψίμοιρος faultfinding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γκρινιάζω — και γρινιάζω (Μ γρυννίζω) [γκρίνια] 1. παραπονούμαι συνεχώς, μεμψιμοιρώ 2. μουρμουρίζω 3. ενοχλώ κάποιον με τα παράπονα μου 4. (για μωρά) κλαψουρίζω … Dictionary of Greek
δεινολογώ — (μέσο) δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῡμαι) Ι. δεινολογώ νεοελλ. περιγράφω κάτι δυσάρεστο με υπερβολικό τρόπο II. δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῡμαι) μιλάω συνεχώς για τα δεινά μου, μεμψιμοιρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + λογούμαι < λόγος] … Dictionary of Greek
δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… … Dictionary of Greek
διαγογγύζω — (AM) μεμψιμοιρώ, δυσανασχετώ πάρα πολύ … Dictionary of Greek
κακορροθώ — κακορροθῶ, έω (Α) κακολογώ, λοιδορώ, υβρίζω («ἅπασαν ἡμῶν τὴν πόλιν κακορροθεῑ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ῥοθῶ «μιλώ θορυβωδώς, μεμψιμοιρώ» (πρβλ. επι ρροθώ)] … Dictionary of Greek
κατασχετλιάζω — (Α) (επιτ. τ. τού σχετλιάζω) είμαι πολύ οργισμένος, αγανακτισμένος εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σχετλιάζω «αγανακτώ, μεμψιμοιρώ»] … Dictionary of Greek
κατσιποδιάζω — [κατσιποδιά] 1. γίνομαι δύστροπος, δυστροπώ 2. μεμψιμοιρώ χωρίς αιτία, γκρινιάζω χωρίς λόγο 3. (για υποθέσεις εμπορίου, επιχειρήσεων κ.λπ.) αντιμετωπίζω δυσχέρειες 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατσιποδιασμένος, η, ο κακορίζικος … Dictionary of Greek